- ηλεκτρονόμος
- (relais). Ηλεκτρομηχανική διάταξη που χρησιμοποιεί τη μεταβολή του ρεύματος ενός κυκλώματος (κύκλωμα χειρισμού) για να ελέγξει τη λειτουργία ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος. Ο η. αποτελείται γενικά από έναν ηλεκτρομαγνήτη και από έναν κινητό οπλισμό που έλκεται από τον πυρήνα όταν o η. ενεργοποιείται από το ρεύμα που διαρρέει την περιέλιξη του ηλεκτρομαγνήτη. Ο κινητός οπλισμός είναι κατασκευασμένος με τέτοιον τρόπο ώστε αυτή η κίνηση να προκαλέσει το κλείσιμο ή το άνοιγμα μιας ή περισσότερων ηλεκτρικών επαφών που ανήκουν στο ελεγχόμενο κύκλωμα. Η επαφή επιτυγχάνεται γενικά μεταξύ ενός σταθερού μεταλλικού ελάσματος και ενός κινητού σε εξάρτηση με τον οπλισμό. Καλείται επαφή λειτουργίας η επαφή εκείνη που ενώ κανονικά είναι ανοιχτή, κλείνεται από την ενέργεια του η., και επαφή ηρεμίας εκείνη που, ενώ κανονικά είναι κλειστή, ανοίγεται όταν διεγείρεται o η. Διάφοροι συνδυασμοί των δύο τύπων επαφής εξυπηρετούν επαφές μεταγωγής, πολλαπλές κλπ.
Εκτός από τον ηλεκτρομαγνητικό η. υπάρχει επίσης και o θερμικός. Αυτός αποτελείται από μια αντίσταση, μέσα από την οποία περνά το ρεύμα ελέγχου και από ένα ειδικό διμεταλλικό έλασμα, το οποίο καμπυλώνεται με τη θερμική ενέργεια που παράγεται από την αντίσταση και μπορεί έτσι να κλείσει ή να ανοίξει κατάλληλες ηλεκτρικές επαφές.
Όταν διακοπεί η τροφοδοσία της αντίστασης, το έλασμα (που αρχίζει να ψύχεται) επιστρέφει στην κανονική του θέση και, ανάλογα, ξανανοίγει ή ξανακλείνει τις επαφές.
O η. έχει εφαρμογές σε διάφορα πεδία της τεχνικής, ως στοιχείο προστασίας ή ρύθμισης λειτουργίας συσκευών, αποτρέποντας τα επιζήμια αποτελέσματα των υπερτάσεων, των υπερβολικών ρευμάτων ή πολύ υψηλών θερμοκρασιών, ως στοιχείο διακόπτη ή μεταγωγέα για τη σύνδεση ή αποσύνδεση συσκευών ή ηλεκτρικών κυκλωμάτων.
Ένας ειδικός η. που ανιχνεύει διαφορές στην ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος χρησιμοποιείται ευρύτατα στους ηλεκτρικούς πίνακες κατοικιών και παρέχει προστασία από διαρροές ηλεκτρικής ενέργειας.
Ηλεκτρονόμος ειδικού τύπου που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα τηλέτυπα.
Συγκρότημα ηλεκτρονόμων ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιούνται σε τηλεφωνικά κέντρα.
* * *οευπαθές όργανο που χρησιμοποιείται για την πρόκληση ταχύτατων και προκαθορισμένων μεταβολών σε ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά κυκλώματα εξόδου, όταν πληρούνται ορισμένες συνθήκες στα ηλεκτρικά κυκλώματα εισόδου, στη δράση τών οποίων υπόκειται.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. relais. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].
Dictionary of Greek. 2013.